- ἐναπολείπω
- ἐναπο-λείπω,A leave behind in or on,
ταῖς Χερσὶ ποιότητα Xenocr.58
; τι Plu.2.91b:—[voice] Pass., Arist. Mete.352b35, Ph.1.8.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταῖς Χερσὶ ποιότητα Xenocr.58
; τι Plu.2.91b:—[voice] Pass., Arist. Mete.352b35, Ph.1.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εναπολείπω — (AM ἐναπολείπω) αφήνω μέσα σε κάτι, καταλείπω, αφήνω, εναποθέτω μσν. μέσ. ἐναπολείπομαι 1. υπολείπομαι, εναπομένω 2. μτφ. επιζώ … Dictionary of Greek
εναπολιμπάνω — ἐναπολιμπάνω (Μ) εναπολείπω, εναποθέτω, αφήνω μέσα ή πάνω σε κάτι … Dictionary of Greek
λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… … Dictionary of Greek